οἵαις

οἵαις
οἷος
such as
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Οἴαις — Οἴη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴαις — οἴη fem dat pl οἴ̱αις , οἶος alone fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵαισπερ — οἵαις , οἷος such as fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”